-
1 φωνητός
II utterable, τὸ ἔσχατον φ., opp. τὸ πρῶτον ἀκουστόν, Nicom.Harm.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φωνητός
См. также в других словарях:
φωνητός — ή, όν, Α [φωνῶ] αυτός που μπορεί να λεχθεί, ο λεκτός («ἅ τ οὐ φωνητὰ πρὸς ἀνδρός», Ανθ. Παλ.) … Dictionary of Greek